Είναι κοινός τόπος ότι πίσω από κάθε μεγάλο μύθο κρύβεται μια μεγάλη ιστορική αλήθεια. Το θέμα είναι ότι συχνά κρύβεται τόσο καλά που είναι από αδύνατο μέχρι ελάχιστα πιθανό να διευρυνθεί αυτή η αλήθεια. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον Τρωικό Πόλεμο που οι ιστορικοί τον τοποθετούν γύρω στο 1180 π.Χ. Τα ομηρικά ποιήματα φαίνεται να δημιουργήθηκαν γύρω στο 850 π.Χ. δηλαδή τρεις αιώνες αργότερα, ενώ καταγράφηκαν από τον Πεισίστρατο γύρω στο 540 π.Χ., δηλαδή σχεδόν εφτά αιώνες μετά το γεγονός. Τι θα μπορούσε να περάσει προφορικά στη μνήμη των ανθρώπων μετά από ένα τόσο μακρύ χρονικό διάστημα με τους αοιδούς; Έχουμε άλλωστε την εμπειρία των δημοτικών τραγουδιών με τις διάφορες παραλογές και όλα έγιναν σε εποχή που υπήρχε η γραφή ακόμα και η τυπογραφία. Ασφαλώς οι γραμματικοί του Πεισίστρατου είχαν μπροστά τους πολλές «Ιλιάδες» και «Οδύσσειες» και έπρεπε να διαλέξουν συχνά στίχο με στίχο. Και μερικές φορές η παρέμβαση τους είναι εμφανής, όπως π.χ. ο ρόλος της Αθήνας, που ουσιαστικά ήταν ασήμαντη το 1180 π.Χ. κατ’ εντολή του Πεισίστρατου να τμήσει την πόλη του.
Παρότι όμως για αιώνες ο Τρωικός Πόλεμος εθεωρείτο μύθος, η φαντασία του Σλήμαν τον ζωντάνεψε με την ανακάλυψη της Τροίας και των Μυκηνών.
Τι γίνεται όμως με την άλλη περίφημη εκστρατεία, «την Αργοναυτική εκστρατεία» όπου ο δημιουργός δίνει ελάχιστα πραγματικά στοιχεία, αντίθετα με τον Όμηρο (ή τους «Ομηρίδες») που αναφέρουν δεκάδες πόλεις, με έστω κατά προσέγγιση την τοποθεσία τους; Την Αργοναυτική εκστρατεία αναφέρεται η Κολχίδα, κάπου στον ανατολικό Εύξεινο Πόντο, όπου βρισκόταν το «Χρυσόμαλλο δέρας».
Εδώ, κάποιος αρχαιολόγος έπεσε πάνω σε κάποια σύμπτωση: ενώ βρισκόταν στη Γεωργία, όπου γενικά τοποθετείται η Κολχίδα, άκουσε ότι και τώρα ακόμα πολλοί βοσκοί απλώνουν δέρματα προβάτων στο ποτάμι και μαζεύουν έτσι τη χρυσόσκονη που φέρνει το ρεύμα. Στο μυαλό του άστραψε αμέσως το φως: πώς αλλιώς θα το έλεγε πιο καθαρά ο ποιητής παρά «Χρυσόμαλλο δέρας»; Και ασφαλώς οι Αργοναύτες δεν πήγαν εκεί για να απλώσουν δέρματα στο ποτάμι, αλλά για να πάρουν το χρυσάφι που είχε μαζευτεί στα θησαυροφυλάκια και που φυλάσσονταν με τρομερή ασφάλεια, γι’ αυτό και βλέπουμε το δράκοντες και τους γίγαντες που έπρεπε να σκοτώσει για να το πάρει.
Αλλά ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η αναδιήγηση της Αργοναυτικής εκστρατείας, αλλά ότι ο μύθος μετακυλίστηκε στις επόμενες γενιές παίρνοντας απρόοπτες διαστάσεις.
Θα αναφερθούμε μόνο σε ένα τμήμα του μύθου: την αρπαγή του Ύλα, συντρόφου του Ηρακλή, από τις νύμφες. Από την αρχαία εποχή ως σήμερα έχουν γραφεί δεκάδες έργα για το θέμα αυτό που ήταν τόσο γνωστό που ο Βιργίλιος γράφει για όποιον είναι ανίδεος: «cui non dictus Hylas puer?» (Ποιος δεν ξέρει για το νεαρό Ύλα;».Ίσως δε μπορούσε να φανταστεί ότι μπορεί να μην τον ξέρουν οι απόγονοι του Νεοέλληνες…
Ο Ύλας ήταν γιος του Θειοδάμαντα βασιλιά των Δρυόπων (από τη λέξη δρυς), που κατοικούσαν στην Οίτη και θεωρούσαν ότι γενάρχης τους ήταν ο Δρύωψ. Ο Ηρακλής με τους συντρόφους του και μαζί με τη γυναίκα του Δηιάνειρα, που τραυματίστηκε στη μάχη, τους επιτέθηκαν τους νίκησαν και τους έδιωξαν από την περιοχή, στην οποία ως Έλληνες είχαν ιδρύσει κατά το 1600 π.Χ. σημαντικό πολιτισμό.
Όσοι επέζησαν γύρισαν όλη την Ελλάδα (Ήπειρο, Όλυμπο, Εύβοια, Κυκλάδες – όπου στην Κύθνο υπάρχει το χωριό Δρυοπίδα— και κατέληξαν στην Αργολίδα φιλοξενούμενοι του θανάσιμου εχθρού του Ηρακλή, του Ευρυσθέα). Εκεί τελούσαν και τη μυστική τελετή των Αμαδρυάδων προς τιμή των νυμφών των δασών.
Όπως συμβαίνει συχνά ο Ηρακλής εκτίμησε τις ικανότητες του αιχμαλώτου του Ύλα, έγινε ο καλύτερος φίλος του και πήρε μαζί μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Αλλά ο Ύλας δεν είχε την τύχη να φτάσει στην Κολχίδα. Καθώς βρήκε στη Χίο να πάρει νερό για τους συντρόφους του, τον ερωτεύτηκε η βασίλισσα των νυμφών Εφυδάτεια και τον παρέσυρε στα σκοτεινά σπήλαιά της.
Εδώ αρχίζει η μετακύλιση του μύθου, για την οποία γράφτηκε αυτό το κείμενο. Από την Επανάσταση του 1821 υπήρχε ένας ασυγκράτητος φιλελληνισμός σ’ όλο τον κόσμο για την Ελλάδα. Έτσι ο μύθος του Ύλα πήρε μια νέα διάσταση: αντιπροσώπευε τον ελληνικό πολιτισμό που τον απήγαγε η Ευρώπη στα σκοτεινά κλίματα του βορρά. Πιο έντονα αποτυπώθηκε αυτό στον πίνακα «Hylas and the Nymphs (1896) του John William Waterhouse. Βλέπουμε καθαρά το θαυμασμό και τη λατρεία που δείχνουν οι νύμφες του βορρά (προσέξετε τα σκοτεινά χρώματα που διάλεξε ο ζωγράφος). Ο ίδιος έχοντας ψύχωση με το θέμα της απαγωγής του Ύλα είχε ήδη 3 χρόνια πιο πριν ζωγραφίσει το «Hylas with a Nymph».
Και δεν ήταν ο μόνος. Μια από τις πρώτες γυναίκες ζωγράφους ασχολείται με το ίδιο θέμα. Η Henrietta Rae ζωγραφίζει με σχεδόν όμοια τεχνοτροπία το «Hylas and the Water Nymphs» το 1910.
Ήταν η εποχή που η Ευρώπη λάτρευε την Ελλάδα. Στα σχολεία της, ακόμα και σε πολλά, διδάσκονταν τα αρχαία ελληνικά. Σε μια έκδοση του 1925, που έπεσε στα χέρια μου, για την ιστορία της Γ’ Γυμνασίου στη Γαλλία, όλο το βιβλίο ήταν αφιερωμένο στην Αρχαία Ελλάδα.
Αλλά τα πράγματα άλλαξαν από το τότε: η Ελλάδα από Μητέρα των Πολιτισμών, κατάντησε η πόρνη των διεθνών αγορών. Και η αλλαγή δεν έγινε μόνο από τους ξένους. Με τον τρόπο μας κι εμείς την οδηγήσαμε εκεί.
Ο μύθος λέει ότι ο Ηρακλής έκλαιγε απαρηγόρητος και αντηχούσε η Χίος για το χαμό του αγαπημένου τους συντρόφου. Εμείς πόσο νιώθουμε την τωρινή απαγωγή του Ύλα – Ελλάδας;
Ή μήπως θα κλείσει η ιστορία μας όπως στην Αργοναυτική εκστρατεία; Ο ηγέτης Ιάσονας σκοτώνεται από το κατάρτι του καραβιού του «Αργώ» που έπεσε και τον χτύπησε στο κεφάλι… Δώστε όσους συμβολισμούς θέλετε…